- Ασσύριος
- οθηλ. -α ο κάτοικος της Ασσυρίας ή εκείνος που κατάγεται απ’ αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἀσσύριος — the Assyrians masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασσύριος — ία, ιο (Μ ἀσσύριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει στην Ασσυρία ή στους Ασσυρίους 2. (ως κύριο όνομα) ο κάτοικος της Ασσυρίας … Dictionary of Greek
Ἀσσυρίω — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut nom/voc/acc dual Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσσύριον — Ἀσσύριος the Assyrians masc acc sg Ἀσσύριος the Assyrians neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… … Dictionary of Greek
Ἀσσυρίη — Ἀσσύριος the Assyrians fem nom/voc sg (epic ionic) Ἀσσυρία the Assyrians fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσσυρίην — Ἀσσύριος the Assyrians fem acc sg (epic ionic) Ἀσσυρία the Assyrians fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσσυρίοιο — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσσυρίου — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσσυρίῳ — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)